Το εργοστάσιο της φαντασίας

2020-02-17

                                           Μέρος 1ο

                             Το μήνυμα

Η μέρα σήμερα ήταν ηλιόλουστη, ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα απ' τις συνεχείς βροχές της περασμένης βδομάδας. Μέσα σε όλη αυτήν την αναμπουμπούλα δύο παιδιά είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς, στην τηλεόραση γινόταν χαμός. Παρ' όλα αυτά όμως το προάστιο ξαφνικά άρχισε να αποκτά ζωή. Τα πουλιά βγήκαν απ' τις φωλιές του και άρχισαν τα παιχνιδιάρικα τιτιβίσματα, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει χωρίς άγχος απ' τα σπίτια του, αν και κάπως μουδιασμένος απ' τα άσχημα νέα.

Από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν φωνές και γέλια. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα ο Τζακ με τον καλύτερό του φίλο, Ντρέικ, έτρεχαν με τα ποδήλατα τους στον νωπό ακόμα δρόμο. Έκαναν κόντρα μεταξύ τους για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο ζαχαροπλαστείο, είχαν μέρες να βρεθούν λόγω της βροχής και ανυπομονούσαν να τα πουν με την συνοδεία του γλυκού τους. Δεν είχαν προλάβει καν να χαιρετιστούν, συναντήθηκαν στην γνωστή τους διασταύρωση και με το γνωστό σινιάλο τους με το κεφάλι, συνέχισαν να ποδηλατούν. Όταν πλέον έφτασαν έξω απ' το ζαχαροπλαστείο και οι δύο τους ήταν πολύ ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου μόνο ο Τζακ είχε φτάσει πρώτος, κάτι που ισοδυναμούσε με κέρασμα του Ντρέικ. Οι δύο φίλοι κατέβηκαν απ' τα ποδήλατά τους και χαιρετήθηκαν, χωρίς όμως να αγκαλιαστούν, πλέον ήταν 16 χρονών άντρες, αυτά ήταν για τα μικρά παιδιά. Παρ 'όλη την χαρά που είχαν κάτι στο πρόσωπο και των δυο εκδήλωνε μια βαθιά ανησυχία. Πήραν από ένα μιλκσείκ σοκολάτα ο καθένας και μια πάστα που θα μοιραζόντουσαν και κάθισαν στο τραπέζι. Στο μαγαζί είχαν φτάσει απ' τους πρώτους, δεν είχε ακόμα κίνηση. Ο ήλιος άρχισε να ανεβάζει θερμοκρασία και να στεγνώνει τον βρεγμένο δρόμο και τα κτίρια. Αφού κάθισαν στο τραπέζι ήπιαν το μιλκσείκ μονορούφι και ύστερα ο Τζακ κοίταξε τον Ντρέικ με το ίδιο ανήσυχο βλέμμα.

Άρχισε να του λέει για το τι ακριβώς συνέβη στο δωμάτιό του πριν ακριβώς δυο μέρες. Μια πέτρα είχε σπάσει το τζάμι του δωματίου του, εκείνος είχε σηκωθεί από την καρέκλα του απότομα και πήγε να δει ποιος την πέταξε, κανείς όμως δεν φαινόταν. Ύστερα έψαξε για την πέτρα, την βρήκε τελικά κάτω απ' το κρεβάτι του και την σήκωσε. Ήταν τυλιγμένη με ένα κομμάτι χαρτί. Το άνοιξε με προσοχή, οι παλμοί της καρδιάς του είχαν αυξηθεί απ' την αγωνία. Το χαρτί πάνω του είχε γραμμένο ένα παράξενο κείμενο, το οποίο του προκάλεσε τρομερή αναστάτωση καθώς το διάβαζε.

«Σε τρεις μέρες από τώρα θα πρέπει να καταστρέψεις την πηγή του κακού. Βρίσκεται στο μέρος που δεν υπάρχει ζωή. Μόνο όταν ο καυτός ήλιος θα πέσει θα αποκαλυφτεί αυτό το μέρος. Αν αποτύχεις ότι αγαπάς θα χαθεί».

Αυτά έλεγε το κείμενο στο χαρτί. Με το που το διάβασε το χαρτί αναφλέχθηκε στα χέρια του, το πέταξε ξαφνιασμένος κάτω και το πάτησε με το πόδι του για να σβήσει.

Ο Ντρέικ όλη αυτή την ώρα τον άκουγε χωρίς να θέλει να τον διακόψει. Η ιστορία του φίλου του τον παραξένεψε και τον προβλημάτισε. Διέκρινε στο πρόσωπό την ίδια απόγνωση και τρομάρα που ένιωθε και αυτός. Χωρίς άλλη αναμονή ο Ντρέικ ξεκίνησε να λέει για το δικό του συμβάν, το οποίο σαν του Τζακ, έτσι και σ 'αυτόν είχε συμβεί πριν ακριβώς τρεις μέρες.

Ενώ καθόταν στο κρεβάτι του το βράδυ και χάζευε καρτούν, άκουσε την πόρτα του δωματίου του να χτυπάει. Υπέθεσε πως θα ήταν η μητέρα του που ερχόταν να τον μαλώσει επειδή ακόμα δεν είχε κλείσει την τηλεόραση. Έκλεισε γρήγορα την τηλεόραση και έπεσε κάτω απ' τα σκεπάσματα, ελπίζοντας να μην είχε ακούσει τίποτα. Τα χτυπήματα στην πόρτα όμως δε σταμάτησαν. Απόρησε και σηκώθηκε για να δει ποιος ήταν. Άνοιξε την πόρτα όμως κανένας δεν ήταν εκεί, ένιωσε στον ώμο του μια κρύα ριπή ανέμου, και γεμάτος απορία έκλεισε ξανά την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του ξανά και σκεπάστηκε. Μπροστά του τότε είδε μια περίεργη διαφανή φιγούρα να τον κοιτάει, προσπάθησε να φωνάξει την μητέρα του μα δε μπορούσε να μιλήσει, προσπάθησε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι μα δε μπορούσε ούτε να κινηθεί. Η διαφανή φιγούρα τότε άρχισε να βγάζει κάτι ήχους, οι οποίοι κατά έναν περίεργο λόγο στα αυτιά του μεταφέρονταν ως κανονική ομιλία.

«Σε τρεις μέρες από τώρα θα πρέπει να καταστρέψεις την πηγή του κακού. Βρίσκεται στο μέρος όπου δεν υπάρχει ζωή. Μόνο όταν ο καυτός ήλιος θα πέσει θα αποκαλυφτεί αυτό το μέρος. Αν αποτύχεις ότι αγαπάς θα χαθεί».

Ύστερα από αυτά τα λόγια η διαφανή φιγούρα διαλύθηκε.

Οι δύο φίλοι κοιτιόντουσαν στα μάτια με την ίδια αγωνία. Ακόμα και τώρα δε μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους είχε συμβεί, πως γινόταν και οι δύο ακριβώς τη ίδια νύχτα να είχαν λάβει ακριβώς το ίδιο μήνυμα με αυτούς τους αλλοπρόσαλλους τρόπους. Και οι δύο συμφώνησαν πως και περίεργο επρόκειτο να συμβεί, όμως δε μπορούσαν να καταλάβουν τι και πως. Η αλήθεια ήταν πως μέχρι και σήμερα το πρωί δεν είχαν δώσει ιδιαίτερή σημασία στα λεγόμενα του μηνύματος, προσπαθούσαν να ξεχάσουν αυτό που νόμιζαν έναν εφιάλτη. Όμως σήμερα ο καιρός είχε αλλάξει και ένας πραγματικά καυτός ήλιος είχε κάνει την εμφάνιση του, όπως ακριβώς είχε ειπωθεί στο μήνυμα που είχαν λάβει και οι δυο τους. Αυτό σήμαινε πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα έπρεπε να τους αποκαλυφτεί το μέρος χωρίς ζωή, το μέρος που βρισκόταν η πηγή του κακού. Αποφάσισαν πως έπρεπε κάτι να κάνουν, ότι περνούσε απ' το χέρι τους, για να μη χάσουν αυτά που αγαπούσαν. Σήμερα το βράδυ έπρεπε να είναι μαζί για να δουν πιο είναι αυτό το μέρος χωρίς ζωή. Ο Ντρέικ θα πήγαινε να μείνει για το βράδυ στο δεντρόσπιτο του Τζακ, ήταν ψηλό και από πάνω μπορούσαν να δουν ανενόχλητοι οτιδήποτε και να παρουσιαζόταν όταν θα έπεφτε ο ήλιος. Αυτό που έμενε τώρα ήταν να είναι έτοιμοι για το ότι θα μπορεί να συναντούσαν σε εκείνο το μέρος. Έπρεπε να εφοδιαστούν με πολεμοφόδια, είχαν τα ρόπαλα και τις σφεντόνες τους.

Αργά το απόγευμα και οι δυο τους συναντήθηκαν στο δεντρόσπιτο, είχαν φέρει τα όπλα τους όπως είχαν συμφωνήσει. Ο Ντρέικ είχε ψάξει στο γκαράζ του πατέρα του και είχε βρει κάτι μεταλλικές μπίλιες, ίσως από ρουλεμάν, οι οποίες θα ήταν ιδανικές για τις σφεντόνες τους. Κάθισαν και οι δύο αμίλητοι και περίμεναν για την ώρα που θα πέσει ο ήλιος, για την ώρα που θα αποκαλύπτονταν μπροστά τους αυτό το μέρος χωρίς ζωή. Η ώρα είχε πλησιάσει 17:00,ο ήλιος είχε αρχίσει την καθοδική του πορεία και οι δυο τους είχαν παραμείνει με κομμένη την ανάσα να τον κοιτάνε.


                                               Μέρος 2ο

                       Το παλιό εργοστάσιο

Με το που έπεσε ο ήλιος μια περίεργη λάμψη βγήκε από το έδαφος. Αυτό θα ήταν το σημάδι σκέφτηκαν και οι δύο. Το μέρος που έδειχνε η δέσμη φωτός δεν ήταν πολύ μακριά. Κοιτάχτηκαν και οι δύο στα μάτια, είχαν στο μυαλό τους την ίδια σκέψη. Πως γινόταν να μην έχουν δει ένα μέρος χωρίς ζωή όπως το αποκαλούσαν και στα δύο μηνύματα, το οποίο απείχε τόσο κοντά από τα σπίτια τους.

Η στιγμή είχε φτάσει, κατέβηκαν από το δεντρόσπιτο, έδεσαν τα πράγματα πάνω στα ποδήλατά τους και ξεκίνησαν. Πάνω στα ποδήλατα προσπαθούσαν να μη χάσουν το προσανατολισμό τους, η δέσμη είχε πλέον εξαφανιστεί και μόνο ένα αχνό φως πλέον φαινόταν. Το σημείο που έπρεπε να πάνε δεν ήταν πολύ μακριά, βρισκόταν στην περιοχή του παλιού εργοστασίου. Συνήθιζαν να παίζουν εκεί παλιά, ως την στιγμή που χάθηκε εντελώς περίεργα ένα παιδί, το βρήκαν τελικά νεκρό μετά από ένα μήνα. Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για το περιστατικό, απλά τους είχαν απαγορεύσει να πηγαίνουν εκεί. Δεν μπορούσαν όμως αυτοί να αγνοήσουν το μήνυμα. Ο τρόπος και μόνο που το έλαβαν και οι δύο τους έκανε σαφές πως πρόκειται για κάτι το επιτακτικό.

Όσο πλησίαζαν νιώθανε τα πόδια τους να λυγίζουν από τον φόβο. Μια περίεργη αύρα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Στο επόμενο τετράγωνο θα φθάνανε στην περιοχή του παλιού εργοστασίου, την περιοχή που είχε δείξει η δέσμη φωτός. Σταμάτησαν και οι δύο μαζί έξω από την περίφραξη του εργοστασίου. Ξαφνικά ο ουρανός άλλαξε όψη, έγινε κατακόκκινος, αλλά μόνο πάνω από το εργοστάσιο. Η μεταλλική πόρτα ήταν κλειδωμένη με ένα σκουριασμένο λουκέτο και μια βαριά σκουριασμένη αλυσίδα. Έλυσαν τα πράγματα από τα ποδήλατά τους και πλησίασαν στην πόρτα, έπρεπε κάπως να την περάσουν.

Ο Τζακ πήγε αποφασιστικά την απόφαση να σκαρφαλώσει την μεταλλική πόρτα. Την τελευταία στιγμή, και ενώ ήταν έτοιμος να πιάσει τα κάγκελα, ο Ντρέικ τον έπιασε από την μπλούζα και τον τράβηξε κάτω με όλη του την δύναμη.

«Μα τι έγινε, τι κάνεις; Πρέπει να περάσουμε, πρέπει να πάμε μέσα στο εργοστάσιο», είπε ο Τζακ ξαφνιασμένος από την κίνηση του Ντρέικ.

«Περίμενε λίγο, πρέπει να σκεφτούμε, σαν πολύ εύκολο δε σου φαίνεται;»

«Τι εννοείς;»

«Και που ξέρουμε πως δεν είναι ηλεκτροφόρα».

Ο Ντρέικ τότε σήκωσε ένα μικρό κλαδί που βρήκε δίπλα στο πόδι του και το πέταξε πάνω στην μεταλλική πόρτα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Την στιγμή που το κλαδί άγγιξε το συρμάτινο πλέγμα της πόρτας, εκείνα ξαφνικά ζάρωσαν και μετατράπηκαν σε μια μυτερή συρμάτινη παγίδα έτοιμη να καρφώσει όποιον τολμούσε την περάσει. Όταν το κλαδί έπεσε στο έδαφος το συρμάτινο πλέγμα της πόρτας επανήλθε στην παλιά του μορφή. Και οι δύο έμειναν με ανοιχτό το στόμα, κοιτάχτηκαν με απορία και τρόμο αποτυπωμένο στα ματιά τους.

«Τώρα τι κάνουμε, πως θα περάσουμε;», είπε ο Τζακ γεμάτος απόγνωση. Ο Ντρέικ έσκυψε και άνοιξε το σακίδιο του. Από μέσα έβγαλε δύο σκονισμένα εργαλεία, ένα σφυρί και ένα κατσαβίδι. Πήρε το σφυρί στο χέρι του και σηκώθηκε.

«Έχω μια ιδέα», είπε και χωρίς να το πολυσκεφτεί έδωσε με το σφυρί ένα δυνατό χτύπημα στο λουκέτο. Το λουκέτο και το σφυρί έσπασαν συγχρόνως και έγιναν σκόνη. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε εκείνη την στιγμή μέσα από το εργοστάσιο, μια κραυγή πόνου. Είχε κάτι το περίεργο όμως, δεν έμοιαζε ανθρώπινη. Σάστισαν και οι δύο. Η πόρτα όμως είχε ανοίξει ελάχιστα, όσο έπρεπε ώστε να περάσουν μέσα. Πέρασαν στους ώμους τα σακίδια τους και πέρασαν προσεχτικά μέσα. Μπροστά τους ξεκίναγε ένα μονοπάτι, το οποίο χώριζε τον προαύλιο χώρο. Η μία πλευρά του μονοπατιού έμοιαζε σαν ένα παλιό ναρκοπέδιο με μικρούς κρατήρες καθ' όλο το μήκος. Η άλλη πλευρά έμοιαζε σαν ένα αρχαίο νεκροταφείο, υπήρχαν διάφορα χωμάτινα εξογκώματα δίχως όμως σταυρούς. Δε θυμόντουσαν να υπήρχαν αυτά τα πράγματα όταν σύχναζαν εκεί. Διάφοροι ήχοι έκαναν την διαδρομή τους προς την είσοδο του εργοστασίου αρκετά εφιαλτική, στο μυαλό τους φάνταζε πως το μονοπάτι συνέχιζε χωρίς τέλος. Το θάρρος με το οποίο είχαν οπλιστεί εξαρχής ερχόταν και έφευγε. Τελικά έφτασαν μπροστά στην πόρτα, μια βαριά μαύρη μεταλλική πόρτα. Ήταν γεμάτη σκουριά και μία πρασινοκόκκινη γλίτσα έσταζε απ' τα ανοίγματα της. Σκεπτόμενοι και οι δύο την μεταλλική συρμάτινη πόρτα της εισόδου και την παγίδα που έκρυβε, πήραν μια πέτρα από το έδαφος και την πέταξαν πάνω στην μεταλλική πόρτα. Δεν έγινε τίποτα. Παρ' όλα αυτά συνέχισαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Βάζοντας τα σακίδια μπροστά από τα χέρια τους, σαν ένα είδος καλύμματος, άρχισαν να σπρώχνουν με δύναμη την βαριά πόρτα. Με έναν τριχτό θόρυβο άρχισε να ανοίγει σιγά-σιγά ώσπου ξαφνικά με μία απότομη κίνηση άνοιξε διάπλατα. Εκείνη την στιγμή μια δυνατή ριπή σκόνης ήρθε βίαια καταπάνω τους, παραλίγο να τους ρίξει κάτω. Με το που έπεσε η σκόνη αντίκρισαν το σκοτεινό εσωτερικό του εργοστασίου.

Το κόκκινο του ουρανού δημιουργούσε περίεργα σχήματα στο δάπεδο και τους τοίχους καθώς περνούσε από τα σπασμένα τζάμια της οροφής. Τίποτα εκεί μέσα δε θύμιζε εργοστάσιο πάντως, ο χώρος ήταν κενός και μόνο μια εναέρια ράγα γερανού μαρτυρούσε πως κάποτε κάτι το βιομηχανικό γινόταν εδώ. Η καρδιά και των δύο χτύπαγε δυνατά. Πήραν μία βαθιά ανάσα και πέρασαν μέσα. Πίσω τους ακούστηκε ένας μεταλλικός θόρυβος και η βαριά πόρτα έκλεισε με δύναμη. Έτρεξαν προς το μέρος της, άρχισαν να την χτυπάνε και να την σπρώχνουν, η μοναδική τους έξοδος είχε κλείσει. Η πόρτα τότε άρχισε να αλλάζει χρώμα, από το μαύρο που ήταν σε ένα έντονο πορτοκαλί, και η θερμοκρασία της άρχισα ξαφνικά να αυξάνεται. Ο Τζακ και ο Ντρέικ άφησαν ενστικτωδώς την πόρτα και έκαναν δύο βήματα πίσω. Ένα εφιαλτικό, μεταλλικό γέλιο ακούστηκε τότε. Η πόρτα άρχισε να αλλάζει μορφή. Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε που γέλαγε και δύο μεγάλα μάτια που τους κοίταζαν. Το πρόσωπο της πόρτας σταμάτησε να γελάει και τους κοίταξε με κακία.

«Δεν έχετε να πάτε πουθενά τώρα. Μου χρωστάτε την φαντασία σας». Τους είπε η μορφή στην πόρτα και εξαφανίστηκε με το ίδιο εφιαλτικό, μεταλλικό γέλιο.


                                            Μέρος 3ο

                 Ο Κλέφτης της Φαντασίας

Είχαν σαστίσει και οι δύο. Ώστε για αυτό το κακό μίλαγαν τα μηνύματα. Πως όμως θα μπορούσαν να το καταστρέψουν. Ότι και να ήταν αυτό το πράγμα γνώριζε ήδη για την παρουσία τους εδώ. Τους είχε παγιδέψει.

Μια περίεργη λάμψη τους κίνησε την περιέργεια. Ερχόταν πίσω από έναν τοίχο. Κινήθηκαν με προσοχή στον χώρο, έκαναν μικρά ψηλαφιστά βήματα προσπαθώντας να κατανοήσουν τον έδαφος που πατάγανε. Η περίεργη λάμψη όλο και δυνάμωνε όσο εκείνοι πλησίαζαν προς τον τοίχο. Έφτασαν στο πλαϊνό μέρος του τοίχου που χώριζε τους δύο χώρους. Βγάλαν σιγά-σιγά τα κεφάλια τους ώστε να δουν από που προερχόταν αυτή η λάμψη. Μπροστά τους είδαν μια αιωρούμενη διαφανή φιγούρα να στέκεται και να τους περιμένει. Η μορφή της ήταν ακαθόριστη. Βγήκαν και οι δύο μπροστά, δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Για μερικά δευτερόλεπτα παρέμειναν να χαζεύουν την λάμψη χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι. Ξαφνικά από την διαφανή μορφή ακούστηκε μία φωνή. Θύμιζε παιδική και καμία σχέση δεν είχε με την εφιαλτική φωνή που άκουσαν πριν.

«Επιτέλους ήρθατε. Καιρός ήταν να έρθει κάποιος να μας ελευθερώσει».

Ο Τζακ και ο Ντρέικ κοιτάχτηκαν με έκπληξη. Η κατάσταση με την ώρα γινόταν ακόμα πιο απίστευτη και για τους δύο.

«Ευτυχώς ανταποκριθήκατε και οι δύο στο μήνυμα. Πρέπει να μας βοηθήσετε να καταστρέψουμε το κακό».

«Ποιος είσαι, που είμαστε, τι συμβαίνει εδώ πέρα;», είπε ο Τζακ αγανακτισμένος.

Η φιγούρα τους πλησίασε χωρίς να πει τίποτα. Καθώς πλησίαζε άρχισε να παίρνει την μορφή μικρού παιδιού. Όταν πλέον έφτασε δίπλα τους στάθηκε και τους κοίταζε ως ένα κανονικό παιδί. Και οι δύο τον κοίταξαν με περιέργεια. Το παιδί κοίταξε μία τον Τζακ και μία τον Ντρέικ στα μάτια.

«Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε το κάλεσμα μου. Κάποιος έπρεπε να μας ελευθερώσει, κάποιος έπρεπε να σταματήσει το κακό που υπάρχει εδώ πέρα».

Ο Ντρέικ δεν πίστευε στα μάτια του καθώς ρωτούσε το παιδί-φάντασμα να του δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.

«Με λέγαν Τζέιμς. Σε αυτό εδώ το εργοστάσιο έχασαν οι δικοί μου τα ίχνη μου, με βρήκαν μετά από έναν μήνα τελείως αποστραγγισμένο. Όλη η κοινότητα σάστισε όμως κανείς δεν είχε την δύναμη να βρει τι πραγματικά συνέβη εδώ. Τόσο σε μένα όσο και σε άλλα παιδιά πριν και μετά».

«Και ποιος το κάνει αυτό;», είπε ο Ντρέικ.

«Ο Κλέφτης της Φαντασίας. Ένα άυλο πλάσμα που τρέφετε με τις πιο κρυφές φαντασίες των παιδιών».

«Και πως μπορούμε εμείς να νικήσουμε ένα άυλο πλάσμα;», ρώτησε ο Τζακ.

«Είστε εδώ, είδατε και οι δύο τα μηνύματα που σας έστειλα. Αυτό σημαίνει πως ακόμα δεν έχετε χάσει την ανάπτυξη της φαντασίας σας».

Μετά από αυτά τα λόγια το παιδί μεταμορφώθηκε ξανά στη διαφανή ύλη που ήταν πριν. Αιωρήθηκε προς τον κεντρικό χώρο του εργοστασίου και ύστερα προς τον βόρειο τοίχο. Ο Τζακ και ο Ντρέικ τον ακολούθησαν χωρίς να πουν τίποτα. Έφτασαν μπροστά από τον τοίχο, ο οποίος απ' ότι έδειχνε δεν έβγαζε πουθενά. Ένα κόκκινο φως έπεφτε επάνω του, διαθλασμένο από τα σπασμένα τζάμια της οροφής, δημιουργώντας περίεργα σχήματα. Το παιδί-φάντασμα με μία παράξενη κίνηση καθοδήγησε το κόκκινο φως προς έναν συγκεκριμένο σημείο του τοίχου και τον άνοιξε διάπλατα σαν μια πόρτα. Από πίσω αποκαλύφθηκε ένα πέρασμα. Το παιδί-φάντασμα με μία λαμπερή έκρηξη εξαφανίστηκε. Πίσω του άφησε μία ελαφρά λαμπερή λωρίδα η οποία φώτισε το υγρό και σκοτεινό μονοπάτι που ξεκινούσε μπροστά τους. Ο Τζακ και ο Ντρέικ μία κοιτούσαν το μονοπάτι που ξεκίναγε μπροστά τους και μία κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Ξεροκατάπιαν και με ένα συναινετικό κούνημα του κεφαλιού τους έκαναν το πρώτο βήμα πάνω στο μονοπάτι. Συνέχισαν με αργό βήμα για αρκετή ώρα. Το μονοπάτι έμοιαζε να συνεχίζει για πάντα, ώσπου κάποια στιγμή βγήκαν σε ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο.

Ο χώρος γύρω τους ήταν υγρός και σκοτεινός. Το κόκκινο φως του ουρανού έμπαινε και εδώ από κάτι περίεργες χωμάτινες καμπύλες. Έπεφτε πάνω στα υγρά τοιχώματα δημιουργώντας τρελές, εφιαλτικές εικόνες. Γύρισαν τα κεφάλια τους ολόγυρα προσπαθώντας να εξερευνήσουν το μέρος που βρίσκονταν. Δεν έβλεπαν πουθενά το φάντασμα που τους οδήγησε εδώ. Ξαφνικά ακούστηκε μια μεταλλική ηχώ, θύμιζε αλυσίδες που κουνιούνται, ερχόταν από το βάθος. Προχώρησαν προς το μέρος του ερχόταν ο ήχος με προσοχή ώστε να αποφύγουν τις υδάτινες λακκούβες του εδάφους. Καθώς πλησίαζαν η μορφολογία του χώρου άρχισε να αλλάζει. Τοίχοι από το πουθενά άρχισαν να σχηματίζονται και να δημιουργούν ένα είδος πύλης. Ξαφνικά μπροστά τους δημιουργήθηκε μία κλειστή πόρτα. Κοντοστάθηκαν για λίγο έξω από την πόρτα που μόλις είχε δημιουργηθεί μπροστά τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, είχαν μετανιώσει και οι δύο που είχαν αποφασίσει να έρθουν εδώ. Τώρα όμως ήταν πολύ αργά, είχαν αναλάβει μία αποστολή και έπρεπε να την φέρουν εις πέρας. Από τα σακίδια τους βγάλαν τα ρόπαλα τους και γύρισαν το πόμολο της πόρτας. Βρέθηκαν σε ένα χώρο όλον φωτισμένο από το ίδιο κόκκινο φως. Κοίταξαν επάνω για να δουν από που ερχόταν ο μεταλλικός ήχος. Δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν ήταν κομμάτια, όπως φαινόταν, από ρίζες δέντρων. Λίγο πιο πέρα μπορούσαν να διακρίνουν δύο αιωρούμενες μορφές. Υπέθεσαν πως μπορεί να είναι το φάντασμα του Τζέιμς. Καθώς 'όμως πλησίαζαν ξανάκουσαν τον ίδιο μεταλλικό ήχο. Όταν έφτασαν στο σημείο που ερχόταν κοίταξαν ψηλά. Οι αιωρούμενες μορφές που έβλεπαν από μακριά ήταν τελικά δύο κλουβιά, ο μεταλλικός ήχος έβγαινε από τις αλυσίδες που τα κράταγε. Μέσα στα κλουβιά ήταν δύο παιδιά. Δεν μιλούσαν ούτε κουνιόντουσαν. Στεκόντουσαν όρθια με κλειστά τα μάτια, έμοιαζαν να είναι ναρκωμένα και να τα κρατάει μια αόρατη κλωστή. Τα πρόσωπά τους ήταν γνωστά, ήταν τα δύο παιδιά που είχαν χαθεί την προηγούμενη βδομάδα.

Πίσω από τα δύο κλουβιά ξεκινούσε μια βαθιά σήραγγα. Διάφοροι ανατριχιαστικοί ήχοι έφταναν στα αυτιά τους. Προχώρησαν προς το εσωτερικό της σήραγγας. Οι παλάμες τους είχαν πάρει ένα έντονο άσπρο χρώμα από την πίεση που ασκούσαν στα ρόπαλα. Στα πλαϊνά τοιχώματα της σήραγγας υπήρχαν πεταμένα διάφορα πράγματα τα οποία έμοιαζαν με στολές. Πλησίασαν και είδαν πως αυτές οι υποτιθέμενες στολές στην πραγματικότητα ήταν ανθρώπινα περιβλήματα παιδιών. Περιβλήματα τελείως αποστραγγισμένα, όπως ακριβώς τους είχε πει ο Τζέιμς, παρατημένα σε τέλεια σειρά, λες και πρόκειται για κάποιο είδος νεκροταφείου. Η σήραγγα τελικά τους έβγαλε μπροστά από μία ακόμα πόρτα. Από πίσω ακουγόταν τώρα καθαρά ένας δυνατός ήχος ρουφήγματος. Άνοιξαν την πόρτα και είδαν μπροστά τους το κακό. Ήταν μία τεράστια οντότητα αποτελούμενη από διάφορα κινούμενα μπαλώματα. Αυτά έδειχναν εικόνες και ιστορίες, όλες μαζί δημιουργούσαν ένα φανταστικό ψηφιδωτό που αποτελούσαν το σώμα του. Ώστε αυτός ήταν ο Κλέφτης της Φαντασίας. Εκείνη την στιγμή στα ψηφιδωτά του χέρια κρατούσε ένα παιδί. Το κρατούσε και ρουφούσε απ' το κεφάλι του εικόνες, οι οποίες ενσωματώνονταν στο περίεργο ψηφιδωτό του σώμα.

Η παρουσία τους έγινε αντιληπτή απ' τον Κλέφτη της Φαντασίας. Πέταξε το αποστραγγισμένο κουφάρι του παιδιού και με μία αστραπιαία κίνηση έφτασε μπροστά τους. Ο Τζακ και ο Ντρέικ με όσο θάρρος μπόρεσαν να βρουν μέσα τους ύψωσαν τα ρόπαλα τους και άρχισαν να τα κουνάνε. Ένα τρομακτικό γέλιο ακούστηκε.

«Νομίζετε πως μπορείτε να με σκοτώσετε με τα ανίσχυρα ρόπαλα σας;», είπε η οντότητα και με μία αόρατη κίνηση πέταξε τον Ντρέικ μακριά. Ο Ντρέικ χτύπησε το κεφάλι του πάνω στον τοίχο και έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Η οντότητα με μία ακόμα αόρατη κίνηση έπιασε δυνατά από την μέση τον Τζακ. Ο Τζακ προσπαθούσε να ελευθερωθεί από την λαβή. Έριχνε μπουνιές πάνω στην οντότητα. Τα χέρια διαπερνούσαν το ψηφιδωτό σώμα, δημιουργώντας κυματισμούς, χωρίς όμως να κάνουν τίποτα.

«Δεν μπορείς να με σταματήσεις εμένα! Δεν έχεις πλέον φαντασία για να το κάνεις αυτό, ανήκει σε μένα τώρα».

Ο Τζακ είχε παραιτηθεί, οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Η οντότητα άρχισε να τον ρουφάει. Εκείνη την στιγμή ο Ντρέικ άρχισε να συνέρχεται. Είδε την οντότητα να ρουφάει τις εικόνες του μυαλού του Τζακ, κάτι έπρεπε να κάνει. Σηκώθηκε και έψαξε στην τσάντα του, είχαν μείνει οι μεταλλικές μπίλιες και η σφεντόνα του. Σημάδεψε την οντότητα και πέταξε την μπίλια. Διαπέρασε το ψηφιδωτό σώμα χωρίς να κάνει τίποτα. Σκέφτηκε τότε πως για να καταστρέψει αυτή την οντότητα θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει όλα τα αποθέματα της δημιουργικής του φαντασίας. Σήκωσε πάλι την σφεντόνα του και σημάδεψε την οντότητα. Αυτή τη φορά φαντάστηκε πως κρατούσε μία μεγάλη βαλλίστρα, όπως αυτές που διάβαζε στα βιβλία που είχε. Έριξε την μπίλια και παρακολουθούσε την πορεία της με αγωνία. Η μπίλια αυτή την φορά διαπέρασε το ψηφιδωτό σώμα δημιουργώντας ένα σκίσιμο. Η οντότητα έβγαλε μία δυνατή κραυγή πόνου και το ψηφιδωτό άρχισε να διαλύετε. Ο Τζακ έπεσε κάτω και όλες οι εικόνες άρχισαν να επιστρέφουν στο μυαλό του. Μία μεγάλη δύνη από τις υπόλοιπες εικόνες δημιουργήθηκε η οποία τους παρέσυρε μαζί της, μαζί και τα δύο χαμένα παιδιά. Η δύνη τους άφησε όλους μαζί στην είσοδο του εργοστασίου, δίπλα ακριβώς απ' το νεκροταφείο χωρίς σταυρούς. Ο Τζακ και τα δύο παιδιά παρέμειναν αναίσθητοι στο έδαφος. Ο Ντρέικ είχε σηκωθεί, απ' το έδαφος έβγαιναν τα φαντάσματα όλων των αποστραγγισμένων σωμάτων που είχαν δει στην υπόγεια σήραγγα, τα σώματα που είχε αποστραγγίσει ο Κλέφτης της Φαντασίας. Το τελευταίο που βγήκε ήταν αυτό του Τζέιμς. Στάθηκε για λίγο πάνω απ' τον Ντρέικ και τον ευχαρίστησε. Καθώς έφευγε και αυτός το τοπίο άλλαξε τελείως, επανήλθε στην κανονική του μορφή και ένας πολύ καυτός ήλιος έκανε την εμφάνιση του. Ο Ντρέικ πήγε δίπλα στο Τζακ, που είχε συνέλθει, και μαζί κοίταξαν ψηλά τον ήλιο. Το κακό είχε νικηθεί, η φαντασία τους το είχε νικήσει.


                                                                  Τέλος

jQuery Tlačítko na začiatok by William from Wpromotions.eu
©2020 Γιώργος Δερβεντλής - George Derventlis / All rights reserved-Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε